Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Η έννοια του «κόμματος» στη σύγχρονη Πολιτική Επιστήμη: μια (επιστημολογική) επιστροφή στον Αντόνιο Γκράμσι
Εισαγωγή

Το κείμενο αυτό πραγματεύεται ένα παράδοξο εκ πρώτης όψεως ζήτημα: τη σχέση της νεώτερης (μεταπολεμικής) Πολιτικής Επιστήμης με τον Αντόνιο Γκράμσι ως προς την έννοια του «πολιτικού κόμματος» και, κατ’επέκτασιν, του «κομματικού συστήματος». Η σχέση αυτή είναι ασύμβατη θα έλεγε κανείς, ανύπαρκτη κάποιος άλλος. Ο Γκράμσι, από τη μία πλευρά, είναι ένας μαρξιστής φιλόσοφος του μεσοπολέμου (γεννήθηκε το 1891 και πέθανε το 1937), ενταγμένος ιδεολογικά στο ρεύμα του επαναστατικού κινήματος. Η σκέψη και η πολιτική του δράση είναι προσανατολισμένες στη στρατηγική της ανατροπής του αστικού κράτους. Από την άλλη πλευρά, η μεταπολεμική (κατ’ουσίαν) Πολιτική Επιστήμη και οι πολιτικοί επιστήμονες είναι σε γενικές γραμμές «συστημικοί». Προσεγγίζουν το κράτος και το κρατικό φαινόμενο ως μία σταθερή και αποδεκτή οντότητα και περισσότερο μελετούν τις λειτουργίες του παρά τις κοινωνικές σχέσεις. Ο Γκράμσι, επίσης, είναι ένας (ανεξάρτητος θεσμικά) φιλόσοφος που δεν ερμηνεύει απλώς τον κόσμο, θέλει και να τον αλλάξει, κατά την προτροπή του Κ.Μαρξ. Οι πολιτικοί επιστήμονες (οργανικοί διανοούμενοι του εκπαιδευτικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους) δεν ασχολούνται εκ του ρόλου τους με το δεύτερο, αν και αρκετοί βεβαίως δεν θα ήταν αδιάφοροι γι’αυτό. 

Ωστόσο, παρά τη σημαντική τους διαφορά οι δύο πλευρές έχουν πολλά κοινά σημεία κι’ας «μην (ανα) γνωρίζονται» μεταξύ τους. Ο Γκράμσι είναι κατεξοχήν «πολιτικός επιστήμονας» αφού επιχειρεί με εξαιρετική διεισδυτικότητα να περιγράψει την έννοια του αστικού κράτους στη «Δύση» και να θεμελιώσει μια σύγχρονη θεωρία των μορφών ηγεμονίας και πολιτικής νομιμοποίησης των κυρίαρχων (αστικών) τάξεων1. Θα χρειαστεί να περάσουν σχεδόν τρεις δεκαετίες για να ενσωματωθούν οι παρατηρήσεις που ανέπτυξε στη σύγχρονη πολιτική θεωρία για το κράτος, κυρίως μέσω θεωρητικών όπως ο Πουλαντζάς, ο Jessop, ο Carnoy και ο Αντερσον. Επίσης, πολλές από τις θεμελιώδεις θεωρητικές παρατηρήσεις για το «πολιτικό κόμμα»της μεταπολεμικής Πολιτικής Επιστήμης βρίσκουν τις ρίζες τους στις παρατηρήσεις του Γκράμσι για τον «νέο ηγεμόνα». Ακόμα και η έννοια του «κομματικού συστήματος» θα τολμούσε κανείς να ισχυριστεί, των μορφών αλληλεπίδρασης δηλαδή των κομμάτων σε ένα πολιτικό σύστημα, έχει τις ρίζες της στις παρατηρήσεις του Γκράμσι για τον ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων και την ιστορικότητά τους ως οργανισμών.       

Πώς εξηγείται όμως αυτό το διανοητικό τοίχος μεταξύ του (προπολεμικού) Γκράμσι και των (μεταπολεμικών) πολιτικών επιστημόνων; Γιατί η Πολιτική Επιστήμη, τουλάχιστον όπως αναπτύχθηκε στις βασικές δυτικές χώρες όπως η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ, δεν επεξεργάστηκε συστηματικότερα τον Γκράμσι και δεν αξιοποίησε την πρώτη ύλη των παρατηρήσεών του για να εμβαθύνει περισσότερο στα ζητήματα που αυτός άνοιξε;   Οφείλεται αυτό μήπως σε ιδεολογικούς ή πολιτικούς λόγους;

«Κανένας μαρξιστής στοχαστής της μετακλασικής εποχής στη Δύση δεν χαίρει σήμερα μιας τόσο καθολικής εκτίμησης όσο ο Αντόνιο Γκράμσι» έγραφε ο Πέρι Αντερσον, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του Γκράμσι, στα 1977. Επομένως, μάλλον δεν είναι αλήθεια ότι ο Γκράμσι «ξεχάστηκε» από την Πολιτική Επιστήμη λόγω του μαρξισμού του. Άλλωστε, οι προσπάθειες για μια «ενσωμάτωση» του Γκράμσι στις κυρίαρχες πολιτικές ιδεολογίες και θεωρίες, καθώς επίσης και μια «μεταρρυθμιστική – συστημική» ανάγνωση των παρατηρήσεών του, υπήρξαν συστηματικές και επίμονες μετά τη δεκαετία του ’60 και μάλιστα στον σκληρό πυρήνα τους, δηλαδή στη θεωρία του Κράτους και την (πολιτική) στρατηγική της ανατροπής του. Η «αποσιώπηση» του Γκράμσι από την Πολιτική Επιστήμη φαντάζει επομένως δυσερμήνευτη. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι η Πολιτική Επιστήμη που συγκροτείται ως ιδιαίτερη επιστημονική περιοχή στο μεταπολεμικό Πανεπιστήμιο δεν έχει ιδιαίτερα συνεκτικά θεωρητικά θεμέλια, αλλά δάνεια από άλλες επιστημονικές περιοχές και κατά κύριο λόγο τις νομικές σπουδές και το συνταγματικό δίκαιο. Μία περισσότερο σύνθετη εξήγηση είναι ίσως το γεγονός ότι, όπως όλοι οι προηγούμενοι του Γκράμσι θεωρητικοί του ιστορικού υλισμού έτσι και αυτός δημιουργεί έννοιες με παλιές λέξεις, χρησιμοποιεί «παλαιά υλικά» για να εκφράσει «νέα πράγματα». Πριν απ’αυτόν, ο Κ.Μαρξ χρησιμοποίησε τον Χέγκελ και τον Σμιθ, ο Λένιν χρησιμοποίησε τον Πλεχάνοφ και τον Κάουτσκι, και ο Γκράμσι με τη σειρά του χρησιμοποιεί τον Μακιαβέλι και τον Κρότσε για να θεμελιώσει τις κριτικές παρατηρήσεις του για το κράτος, την πολιτική, την ηγεμονία, την κατάληψη της εξουσίας, τον «πόλεμο θέσεων» και τον «πόλεμο κινήσεων». Όμως, η παρέκβαση αυτή – που για τον Γκράμσι γίνεται επιπλέον μέσα σε συνθήκες παρανομίας, φυλάκισης και ελέγχου των γραπτών του από το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας – δημιουργεί έδαφος για οργανικές αντινομίες και δυσδιάκριτα σημεία. Η «κανονικοποίηση» της Πολιτικής Επιστήμης, με βάση ορθολογικά «δεδομένα» και «σταθερές συνθήκες», δεν επέτρεψε ίσως μια συγκροτημένη εμβάθυνση στον Γκράμσι, μια «επιστημολογική αναζήτηση» στη ρίζα των εννοιών που χρησιμοποιούσε, με αποτέλεσμα πολλά ζητήματα που εκείνος είχε θίξει να χρειαστεί να αντιμετωπιστούν εξαρχής.  

Ας επανέλθουμε όμως στο αντικείμενο του άρθρου αυτού που είναι ειδικότερα η διερεύνηση της έννοιας του «πολιτικού κόμματος». Στον Γκράμσι βρίσκουμε πέντε σημαντικές θεωρητικές υπογραμμίσεις, οι οποίες συμβάλουν στην ουσιαστική θεμελίωση της έννοιας του» πολιτικού κόμματος» και οι οποίες «συνομιλούν» με όλες τις βασικές μεταγενέστερες θεωρητικές παρεμβάσεις της Πολιτικής Επιστήμης : α) μια θεωρία του «κόμματος» ως οργανισμού μορφοποίησης της πολιτικής αντιπροσώπευσης μερίδων της κοινωνίας, β) μια θεωρία αυτής καθαυτής της πολιτικής αντιπροσώπευσης και των διαφορετικών μορφών με τις οποίες εμφανίζεται ανάλογα με την ιδιαίτερη μορφή που παίρνει η κρατική εξουσία, γ) μια θεωρία του «κόμματος» ως οργανωτικού μηχανισμού, δ) μια θεωρία του «κόμματος» ως (κρατικού) θεσμού πολιτικής νομιμοποίησης που επεκτείνει ή και αλλοιώνει την αρχική θεμελιακή ιδιότητά του ως οργανισμού πολιτικής αντιπροσώπευσης και τέλος, ε) μια θεμελίωση της έννοιας του κομματικού συστήματος. Στις σχετικές του αναλύσεις διαβλέπουμε μια εξαιρετική διεισδυτικότητα στην ανάλυση του «κόμματος» και την εννοιολόγησή του, όμως περισσότερο και από αυτό διαπιστώνουμε τις θεμελιώσεις μιας συνεκτικής θεωρίας για το σύγχρονο πολιτικό φαινόμενο και την άσκηση της πολιτικής. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πολλές από τις θεμελιώσεις αυτές είναι πολύ πιο ολοκληρωμένες από αρκετές μεταγενέστερες «κλασικές» θεωρίες των κομμάτων στο χώρο της πολιτικής επιστήμης, οι οποίες διακρίνονταν είτε από εμπειρισμό είτε για μερικότητα.

 

1.       Το «πολιτικό κόμμα» ως οργανισμός πολιτικής αντιπροσώπευσης

 

Η έννοια του «κόμματος» αποτελεί μια κομβική έννοια στην Πολιτική Επιστήμη και ειδικότερα στην Πολιτική Κοινωνιολογία. Ωστόσο, η συγκρότηση της έννοιας αυτής υπήρξε ιστορικά πολύ ατελής για τις περισσότερες περιπτώσεις των πολιτικών επιστημόνων. Περισσότερο επιχειρούσαν μια συστηματοποίηση τύπων κομμάτων και λειτουργιών, παρά τη συγκρότηση μιας αναλυτικής έννοιας με την οποία «ξεδιπλώνεται» ένα ερευνητικό πεδίο. Στην κλασική (θεσμική) Πολιτική Επιστήμη το «πολιτικό κόμμα» περιγράφεται είτε με όρους «νομικής κανονικοποίησης» («κόμμα είναι μια ένωση προσώπων, με κοινή ιδεολογία, που αποσκοπεί στην ανάληψη και άσκηση της εξουσίας») είτε με όρους «λειτουργίας» (το κόμμα επιτελεί λειτουργίες εναρμόνισης συμφερόντων στο πλαίσιο της διακυβέρνησης, στελέχωσης του κράτους και της διοίκησης, σύνδεσης της κοινωνίας με το κράτος)2

Η έννοια του «πολιτικού κόμματος» δεν μπορεί όμως παρά να είναι πολύ πιο σύνθετη. Παραπέμπει άμεσα σε μια θεωρία της αντιπροσώπευσης και των κοινωνικών-ιδεολογικών σχέσεων που οργανώνονται στο εσωτερικό της. Ο M.Weber το είχε διατυπώσει εναργέστερα λέγοντας ότι το «πολιτικό κόμμα» είναι παράγωγο του μαζικού εκλογικού δικαιώματος που συνοδεύει την επέκταση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της ανάγκης για μαζική προσέλκυση οπαδών, μελών και φίλων. Επομένως, «πολιτικό κόμμα» είναι πριν απ’όλα η πολιτική συγκρότηση σχέσεων εκπροσώπησης3. Σχέσεων που προκύπτουν για ιστορικούς λόγους και αναπαράγονται μέσα σε συνθήκες κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού. Χωρίς τις «σχέσεις εκπροσώπησης» δεν νοούνται πολιτικά κόμματα, ή για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, χωρίς αίτημα εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων στο πολιτικό επίπεδο δεν μπορούν να υπάρξουν πολιτικά κόμματα. Χωρίς κοινωνική αντιπροσώπευση δεν υφίσταται εντέλει η έννοια του «κόμματος».

 

Ο Γκράμσι χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη για την έννοια του «κόμματος» τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι. Ο Ηγεμόνας όμως κατά τον Γκράμσι δεν είναι ένα «ηρωικό πρόσωπο», αλλά μια συλλογική οντότητα που δρα μέσα σε ένα πλαίσιο όπως αυτό του σύγχρονου κράτους και προσπαθεί να «ηγεμονεύσει». Η συλλογική αυτή οντότητα εμπεριέχει «κοινωνικές δυνάμεις» ( δηλαδή κοινωνικές τάξεις και μερίδες κοινωνικών τάξεων), «ιδεολογία» και «οργανικούς διανοούμενους» που ενοποιούν τις κοινωνικές δυνάμεις και τους επιτρέπουν να αναγνωρίζονται ιδεολογικά και να αποκτούν την αίσθηση του συμφέροντός «τους». Το «κόμμα» επομένως συνιστά μια σύνθετη συλλογική οντότητα, στην ανάλυση της οποίας θα βρούμε τις κοινωνικές δυνάμεις που το συγκροτούν, την ιδεολογία με την οποία αυτές ενώνονται, το ρόλο των διανοούμενων που επιτελούν την οργανική τους συγχώνευση, την ιστορικότητα των διαδικασιών μέσα στην οποία συντελούνται οι διαδικασίες αυτές. 

Διαπιστώνει κανείς ότι η προσέγγιση του Γκράμσι την περίοδο 1926-1936 όταν και συγγράφει τις Σημειώσεις για τον Μακιαβέλι είναι πολύ πιο «σύνθετη» και πιο «περίπλοκη» από τις λειτουργιστικές ή τις τυπολογιστικές προσεγγίσεις της έννοιας του κόμματος. Ο Γκράμσι διατυπώνει τις σκέψεις του ξεκινώντας από τη λενινιστική προσέγγιση του κόμματος ως «συλλογικού διανοούμενου», δηλαδή μιας δημοκρατικής μορφής οργάνωσης που συγχωνεύει την (επαναστατική) θεωρία με την (επαναστατική) πράξη και αποτελεί ένα εργαλείο χειραφέτησης και απελευθέρωσης των μαζών. Ωστόσο, με την έννοια του «ιστορικού μπλοκ» που εισάγει δίνει τεράστια ώθηση στην μελέτη του κομματικού φαινομένου καταλήγοντας σε τρεις βασικές και αλληλένδετες θέσεις: α) ένα πολιτικό κόμμα δεν υπάρχει εν κενώ, χωρίς υλικές κοινωνικές βάσεις. Ένα κόμμα εκπροσωπεί και εκφράζει μια συγκεκριμένη στην ιστορική συγκυρία κοινωνική συμμαχία τάξεων, μερίδων και ομάδων. β) Αυτή η κοινωνική συμμαχία δεν ισούται ωστόσο με το άθροισμα αυτών των τάξεων, μερίδων και ομάδων. Είναι μία συνάρθρωση στο πολιτικό επίπεδο κοινωνικών συμφερόντων και ιδεολογικών αντιλήψεων υπό την ηγεμονία μιας «θεμελιακής κοινωνικής ομάδας». Με άλλα λόγια, η κοινωνική συμμαχία είναι μία σχέση με την κυριολεκτική έννοια του όρου. γ) Υπό την έννοια αυτή, το «πολιτικό κόμμα» δεν είναι απλώς ένας οργανωτικός μηχανισμός ή απλώς ένας πολιτικός εκπρόσωπος μιας κοινωνικής συμμαχίας, αλλά ο ιδεολογικός και στρατηγικός οργανωτής της, το πεδίο συγχώνευσης «υλικών δυνάμεων και ιδεολογίας». Το «κόμμα» είναι το πολιτικό αποτέλεσμα της οργάνωσης και εμφάνισης μιας κοινωνικής συμμαχίας. Το «κόμμα» εν κατακλείδι δεν είναι μόνον εκπρόσωπος κοινωνικών ομάδων, αλλά και «παιδαγωγός» και «διαπλαστής» και «οργανωτής» μιας κοινωνικής συμμαχίας που αναγορεύεται σε «ιστορικό μπλοκ».         

 

Ο Γκράμσι επομένως, περισσότερο από μία θεωρία του «κόμματος», διατυπώνει μία θεωρία της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Απαντά με την έννοια του «ιστορικού μπλοκ» στο θεμελιακό ερώτημα της πολιτικής διαδικασίας «ποιος αντιπροσωπεύει ποιόν και γιατί;».

Πολύ αργότερα από τον Γκράμσι, στο χώρο της Πολιτικής Επιστήμης οι Lipset-Rokkan (1967) θα διατυπώσουν στη δεκαετία του ’60 τη θεωρία των διαιρετικών τομών (cleavages). Σύμφωνα με αυτήν, τα πολιτικά κόμματα είναι αποτελέσματα σημαντικών τομών στην ιστορία των κοινωνιών και συγκροτούνται ως δομές πολιτικής αντιπροσώπευσης διακριτών και ισχυρών κοινωνικών μερίδων, που συνδέονται με την ταξική δομή, την ιδεολογική διαπάλη και τη συγκρότηση του εθνικού Κράτους. Οι Lipset – Rokkan επανατοποθετούν τη θεωρία και την έννοια του «πολιτικού κόμματος» αφού συνδέουν την ύπαρξή τους με τις μεγάλες ιστορικές, παραγωγικές και κοινωνικές τομές στη δομή των σύγχρονων (καπιταλιστικών) κρατών.   

Η θεωρία των διαιρετικών τομών «προσθέτει» στη γκραμσιανή προσέγγιση την έννοια της «ιστορικής τομής», το οριακό δηλαδή εκείνο σημείο το οποίο διαχωρίζει ριζικά μια «στιγμή» στην εξέλιξη ενός κοινωνικού σχηματισμού από την επόμενη. Παρά τη φιλοσοφική διαφοροποίηση έναντι του «επαναστάτη» Γκράμσι, οι ομοιότητες και συγκλίσεις των δύο προσεγγίσεων είναι προφανείς. Θα μπορούσε αφαιρετικά κανείς να τις θεωρήσει συμπληρωματικές: στη γεύση ενός «δομικισμού» που αφήνει η θεωρία των διαιρετικών τομών, ο Γκράμσι επαναφέρει την προσοχή μας στη δυναμική των κοινωνικών υποκειμένων και της πάλης των τάξεων τόσο, στο πεδίο της πολιτικής όσο και σε αυτό της ιδεολογίας.


 
 

2.       Η διευρυμένη έννοια της πολιτικής αντιπροσώπευσης

 

Η άμεση σύνδεση της έννοιας του «πολιτικού κόμματος» με την έννοια της πολιτικής αντιπροσώπευσης δεν αναιρεί την ύπαρξη μιας ειδικής ιστορικής μορφής Κράτους, όπου οι «σχέσεις εκπροσώπησης» είναι δυνατόν να αποτυπωθούν σε άλλους θεσμούς και όχι στα «πολιτικά κόμματα». Η παρατηρητικότητα του Γκράμσι στο σημείο αυτό είναι εντυπωσιακή: «Στον σύγχρονο κόσμο παρατηρείται ότι σε πολλές χώρες τα θεμελιακά και ενιαία κόμματα είτε για τις ανάγκες του πολιτικού τους αγώνα είτε για άλλους λόγους, βρίσκονται διαιρεμένα σε ομάδες, καθεμία εκ των οποίων παίρνει το όνομα του ‘κόμματος’ ακόμα δε και τη μορφή ενός αυτόνομου κόμματος..….Αυτή τη λειτουργία μπορούμε να τη μελετήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια για παράδειγμα στην περίπτωση μιας εφημερίδας (ή ενός γκρουπ εφημερίδων), ενός περιοδικού (ή ενός γκρουπ περιοδικών)...είναι επίσης ‘κόμματα’, ή «μερίδες κομμάτων’ ή ακόμα ‘λειτουργία ενός κόμματος’….» (Gramsci 1975, 453).

Στο απόσπασμα αυτό ο Γκράμσι στέκεται στο παράδειγμα των εφημερίδων και ευρύτερα του Τύπου που πολλές φορές διαδραματίζει καθήκοντα «πολιτικής εκπροσώπησης», υποκαθιστώντας ή παραγκωνίζοντας το τυπικό «πολιτικό κόμμα». Αν το τελευταίο κατέχει ενισχυμένη θέση στην οργάνωση της πολιτικής νομιμοποίησης, όπως συμβαίνει σε μια «κανονική» αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τότε πράγματι οι «σχέσεις εκπροσώπησης» οργανώνονται και εκφέρονται δια των κομμάτων. Αν αντίθετα τα κόμματα δεν κατέχουν ισχυρή θέση στο σύστημα πολιτικής διαμεσολάβησης – νομιμοποίησης, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις κράτους έκτακτης ανάγκης, οι μορφές που μπορεί να λάβουν οι «σχέσεις εκπροσώπησης» ποικίλουν. Το κυρίαρχο κοινωνικό μπλοκ εξουσίας, παραδείγματος χάρη, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα είχε ως πεδίο (χώρο) οργάνωσης και εκφοράς της αντιπροσώπευσης το κράτος και το διοικητικό μηχανισμό του. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του ’67 το «κόμμα» διαμέσου του οποίου αρθρώνεται η εκπροσώπηση των αστικών και κυρίαρχων κοινωνικών συμφερόντων είναι οι Ένοπλες Δυνάμεις και κατά βάση ο Στρατός Ξηράς. Αντίστροφο παράδειγμα, το «λαϊκό κοινωνικό μπλοκ» κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, ελλείψει πολιτικών κομμάτων, εκφράστηκε και οργανώθηκε διαμέσου Σπουδαστικών Συλλόγων ή άτυπων οργάνων του φοιτητικού κινήματος. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο στην Ισπανία ρόλο εκπροσώπησης («κόμματος») των λαϊκών συμφερόντων διαδραμάτισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Εργατικές Επιτροπές, ενώ στην Πορτογαλία προς το τέλος της δικτατορίας ένα τμήμα του Στρατού. Στην Λατινική Αμερική σε πολλές περιπτώσεις ρόλο πολιτικής εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων (συνήθως λαϊκών) ανέλαβε η Εκκλησία. Ένα σημερινό καθ’ημάς παράδειγμα, που παρατηρείται ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες του σύγχρονου καπιταλισμού, αποτελεί η περίπτωση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και η εκπροσώπηση των εργοδοτικών συμφερόντων. Ο ΣΕΒ ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια οργανωτική δομή, παρατηρητήρια κρατικών πολιτικών, μελετητικές και ερευνητικές δομές, καθημερινές παρεμβάσεις σε όλο το φάσμα της δημόσιας σφαίρας. Ο άμεσα πολιτικός χαρακτήρας του τον έχει καταστήσει ένα οιονεί «πολιτικό κόμμα» των εργοδοτικών συμφερόντων. 

Σε όλα τα προηγούμενα παραδείγματα, η Διοίκηση, ο Στρατός, η Εκκλησία, ο Τύπος, τα Συνδικάτα, κ.λπ. ανέλαβαν σε μια συγκεκριμένη περίοδο ρόλο και θέση «κόμματος». Αυτή ακριβώς η διασταλτική και πρωτότυπη σε κάθε περίπτωση διαδικασία εκπροσώπησης επιτρέπει ένα ορισμό της έννοιας του «κόμματος» πολύ διαφορετικό από όσους έχουν κατά καιρούς δοθεί: «κόμμα» είναι κάθε πολιτικός μηχανισμός που αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει και να ενοποιήσει, τόσο σε επίπεδο ιδεολογίας όσο και σε επίπεδο προγράμματος, κοινωνικά συμφέροντα και να τα εντάξει σε μια κατά κανόνα συνολική πρόταση για τη διεύθυνση της κοινωνίας. Σε συνθήκες αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας «κόμμα» είναι αυτή η κλασική πολιτική οντότητα που παρεμβαίνει στην κοινωνία και ανταγωνίζεται στο εκλογικό πεδίο με τα άλλα «κόμματα» για τη διεύρυνση της επιρροής του. Σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, σε συνθήκες «έκτακτου Κράτους», ρόλο και θέση «κόμματος» μπορεί να αναλάβει κάθε άλλη πολιτική οντότητα που διαθέτει την ικανότητα ή το τεκμήριο της εκπροσώπησης και της ενοποίησης συμφερόντων.   

 

3.       Το κόμμα ως οργανωτικός μηχανισμός: η έννοια του «συλλογικού διανοούμενου»

 

O Γκράμσι διατυπώνει επίσης μια θεωρία της οργάνωσης του «κόμματος». Θα λέγαμε ότι διατυπώνει μια θεωρία της οργάνωσης του «μαζικού κόμματος», το οποίο αντιδιαστέλλει στα υβρίδια των κομμάτων στελεχών, που λειτουργούν περισσότερο ως κλειστές δομές πολιτικών σχέσεων.

Για να υπάρξει, υποστηρίζει ο Γκράμσι, ένα «κόμμα» είναι απαραίτητο να συνυπάρχουν τρία βασικά στοιχεία: α) το στοιχείο της συμμετοχής: πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι προσφέρουν στη συμμετοχή αυτή την πειθαρχία τους, τη στράτευσή τους και την εμπιστοσύνη τους και δημιουργούν σε τελική ανάλυση ένα ισχυρό πολιτικό εργαλείο, ένα μέσον για την επίτευξη των στόχων. Ο Γκράμσι υπογραμμίζει εδώ το στοιχείο της δημοκρατικής εθελοντικής στράτευσης στην έννοια του «κόμματος». β) βεβαίως, συνεχίζει ο Γκράμσι, το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι ενώνουν τις ικανότητές τους και τις διαθεσιμότητές τους, δεν είναι αρκετό. Για να είναι αποτελεσματική αυτή η συνάθροιση δυνάμεων σε εθνικό επίπεδο χρειάζεται ένα δεύτερο στοιχείο, αυτό της συνοχής. Χρειάζεται δηλαδή συγκεντροποίηση και όχι διασπορά, ώστε οι επιμέρους ατομικές δυνάμεις να ανάγονται σε συλλογική κοινωνική δύναμη. Το «κόμμα» κατά τον Γκράμσι δεν αρκεί να είναι μαζικό, πρέπει να είναι και αποτελεσματικό. Για να συμβεί αυτό απαιτείται πολιτικό σχέδιο και δομή, στρατηγική και ιδεολογία και, εντέλει, δυνατή ηγεσία που εγγυάται και διασφαλίζει τα προηγούμενα. γ) μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στοιχείου, συνεχίζει όμως ο Γκράμσι, χρειάζεται μία σύνδεση «όχι μόνον ‘φυσική’ αλλά ηθική και διανοητική» (Gramsci, όπ.π., 459).

Με άλλα λόγια, μαζική συμμετοχή και συγκεντρωτισμός χρειάζεται να συγχωνευθούν, να σχετιστούν. Και η μεταξύ τους συσχέτιση χρειάζεται ηθική και ιδεολογική βάση. Ούτε η μαζικότητα ενός οργανισμού, ούτε ο συγκεντρωτισμός χάριν της αποτελεσματικότητας είναι ικανές από μόνες τους συνθήκες να εγγυηθούν τη λειτουργία αυτού του μαζικού συλλογικού οργανισμού που είναι το «κόμμα», αν απουσιάζει το ενοποιητικό στοιχείο της ηθικής και διανοητικής λειτουργίας. Το «κόμμα» επομένως κατά τον Γκράμσι είναι ένας συλλογικός διανοούμενος, συνειδητός και πειθαρχημένος, και μόνον υπ’αυτήν την ιδιότητα μπορεί να είναι δημοκρατικό και αποτελεσματικό. Και αντίστροφα, κάθε δημοκρατικό και αποτελεσματικό «κόμμα» κατακτά αυτές τις λειτουργίες επειδή στηρίζεται στον «συλλογικό διανοούμενο» που συγκροτεί η κοινωνική του βάση.            

 

Οι σκέψεις αυτές του Γκράμσι διατυπώνονται περίπου είκοσι χρόνια πριν ο Μ. Duverger (1951/ 1976) διατυπώσει στη δεκαετία του ‘50 τη θεωρία του για τα «κόμματα μαζών» και τα «κόμματα στελεχών», όταν και εισήγαγε τη γνωστή του τυπολογία στο πεδίο της Πολιτικής Επιστήμης. Στις επισημάνσεις και τις μεθοδολογικές διεργασίες του Duverger βρίσκει κανείς τα ίχνη του Γκράμσι και περισσότερο σε αυτήν που σχετίζεται με τη θεωρία της οργάνωσης των μαζικών κομμάτων. Ο Duverger, όπως ακριβώς και ο Γκράμσι δεν διατυπώνει μια «στεγνή»οργανωτική θεωρία των κομμάτων, παρά το γεγονός ότι στέκεται πολύ στην ανάλυση της οργανωτικής τους δομής. Δεν παρατηρεί απλώς τις δομές ενός «κλειστού» γραφειοκρατικού μηχανισμού ως μια φυσική τάση των πραγμάτων, αλλά επιχειρεί μια σύνδεση της μορφής-κόμματος με το ευρύτερο πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Διαφοροποιείται έτσι από τον R. Michels (1911 / 1971), του οποίου ο νόμος της σιδηράς ολιγαρχίας που είχε διατυπώσει και σύμφωνα με τον οποίον κάθε μαζικός οργανισμός τείνει σχεδόν εκ της φύσεώς του σε ένα αντιδημοκρατικό ολιγαρχικό συγκεντρωτισμό είχε επηρεάσει σημαντικά την κριτική που ασκείτο στα «μαζικά κόμματα». O Γκράμσι από τη μεριά του διαβάζει τις κοινωνικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις της πολιτικής οργάνωσης, και επιχειρεί να ορίσει το «κόμμα» (τουλάχιστον το επαναστατικό «κόμμα» που έχει στο μυαλό του) ως μία απολύτως δημοκρατική, αποτελεσματική και συμμετοχική δομή. Πράγματι, όπως απέδειξε η μετέπειτα πολιτική εμπειρία των μαζικών κομμάτων ο μεγάλος αριθμός μελών ενός κόμματος (partisanship) δεν παραπέμπει αυτονόητα σε ένα δημοκρατικό οργανισμό. Είναι διαφορετικό πράγμα η ποιότητα μιας δημοκρατίας (λειτουργία «συλλογικού διανοούμενου») και διαφορετικό πράγμα η ποσοτική διεύρυνση της βάσης ενός κομματικού οργανισμού.  

 

4.       Ο δυϊσμός στην πολιτική λειτουργία των σύγχρονων κομμάτων: κόμματα της κοινωνίας ή κόμματα του Κράτους.

 

Ο Γκράμσι προχώρησε τις θεωρητικές του προβληματικές για την έννοια του «κόμματος» εισάγοντας στη θεωρητική συζήτηση τη δυνητική λειτουργία συγκεκριμένων κομμάτων ως «υποσυστημάτων» του κράτους και του μηχανισμού νομιμοποίησης των κυρίαρχων πολιτικών. Ο Γκράμσι ξεκινώντας από την έννοια της ηγεμονίας παρακολουθεί τη διαδικασία απόσπασης της συναίνεσης των κυριαρχούμενων τάξεων στα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και του (αστικού) Κράτους. Στη διαδικασία αυτή, εκτός των άλλων, συμμετέχουν και τα «αστικά» πολιτικά κόμματα, τα οποία και συγκροτούν «ιστορικά μπλοκ» υποστήριξης των κυρίαρχων πολιτικών. Τα κόμματα επομένως δίπλα στην αντιπροσωπευτική τους ιδιότητα, θέτουν και αυτήν του κρατικού θεσμού με την οποίαν συμμετέχουν οργανικά στη παραγωγή συναίνεσης και νομιμοποίησης των κρατικών πολιτικών. Επιχειρώντας να διαφοροποιήσει δε το «επαναστατικό» κόμμα από τα άλλα κόμματα που λειτουργούν ως υποσυστήματα του κράτους, δηλαδή ως ιδεολογικοί μηχανισμοί του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους, ο Γκράμσι εισάγει την έννοια του «κόμματος εκτός κράτους». Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για το «κόμμα» που «οφείλει» να διαφυλάξει επί της ουσίας το αντιπροσωπευτικό του στοιχείο, στηριζόμενο στην κοινωνική βάση που εκπροσωπεί και αναζητώντας από αυτήν όλους τους πόρους (ηγεσία, πρόγραμμα, ιδεολογία, μέσα) που του επιτρέπουν τη διεξαγωγή του πολιτικού αγώνα.   

 

Την προβληματική του Γκράμσι θα αναπτύξει στη δεκαετία του ’60 ένας άλλος ιταλός θεωρητικός του μαρξισμού και καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, ο Τ.Νέγκρι. Ο Νέγκρι εισάγει πιο εμπεριστατωμένα την προβληματική για τη διπλή φύση του σύγχρονου κομματικού φαινομένου, έκφραση από τη μία πλευρά της κοινωνικής αυτονομίας και της ανάγκης αντιπροσώπευσης και άσκηση από την άλλη πλευρά της κρατικής εξουσίας και επομένως (εφόσον το αστικό Κράτος δεν είναι ουδέτερος ταξικός μηχανισμός) μείωση ή και εξάλειψη των «αντιπροσωπευτικών» του στοιχείων (Negri 1962/1977, 129). Ο Νέγκρι δηλαδή θεωρεί ότι το σύγχρονο «κόμμα» δεν είναι ούτε μόνον κοινωνική οργάνωση ούτε μόνον κρατικό όργανο. Είναι και τα δύο ταυτόχρονα, ή για να είμαστε πιο πραγματιστές, κάθε κόμμα σε κάθε συγκυρία εκφράζει μια ιδιαίτερη ισορροπία μεταξύ των δύο πλευρών4.  

 

Την ίδια περίπου προβληματική θα αναπτύξει η επίσημη (θεσμική) Πολιτική Επιστήμη πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ’90, με την έννοια του cartel party που εισήγαγαν οι Katz – Mair (1995). Η έννοια αυτή στην πραγματικότητα νομιμοποιεί πανηγυρικά τις αναλύσεις του Γκράμσι και του Νέγκρι, εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο τις παλαιότερες αναλύσεις και καταλήγοντας στο γενικό συμπέρασμα ότι στο σύγχρονο «κόμμα» κυριάρχησε εντέλει η πλευρά του κρατικού οργάνου και μειώθηκε ή εξαλείφθηκε αυτή της κοινωνικής οργάνωσης. Σύμφωνα με αυτήν, τα κόμματα μετασχηματίζονται από (αποκλειστικοί) φορείς κοινωνικής αντιπροσώπευσης σε φορείς νομιμοποίησης των κρατικών πολιτικών και των κυρίαρχων συμφερόντων που αυτά συμπυκνώνουν κάθε φορά. Τα κόμματα διαστρέφουν το ρόλο τους και την υλικότητά τους: κινούνται με φορά από τα πάνω προς τα κάτω, δηλαδή από το κράτος προς την κοινωνία και όχι αντίστροφα. Αδιαφορούν για την εκπροσώπηση, ακόμα και την ενσωμάτωση, κοινωνικών συμφερόντων και στην ουσία, προσφέρουν το ίδιο πολιτικό «προϊόν» λειτουργώντας ως ένα είδος κλειστού πολιτικού μονοπωλίου ως προς την άσκηση της εξουσίας5.

 

5.       Τα “κόμματα” ως «παίκτες» του πολιτικού ανταγωνισμού: η έννοια του κομματικού συστήματος

 

Η τελευταία δέσμη των παρατηρήσεων του Γκράμσι αφορά σε μια πρώτη ανεπεξέργαστη αλλά θεμελιώδη παρατήρηση, που παραπέμπει στην έννοια του κομματικού συστήματος που θα εισάγουν πολύ αργότερα ο Μ.Duverger και ο G.SartoriO Γκράμσι παρατηρεί τη δράση των πολιτικών κομμάτων στο πλαίσιο ενός συστήματος αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους.

Ένα πολιτικό κόμμα ζει και δραστηριοποιείται μέσω της σχέσης και της διαρκούς του πάλης με τα άλλα πολιτικά κόμματα, με τις άλλες αντίπαλες ή μη, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει παρά μόνο διαμέσου της διαδικασίας διαφύλαξης και διεύρυνσης των δικών του κοινωνιών δυνάμεων, αλλά και διεμβολισμού και κερδίσματος αυτών των αντιπάλων του. «Η ιστορία ενός κόμματος δεν είναι παρά η ιστορία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Όμως, η ομάδα αυτή δεν είναι απομονωμένη. Εχει τους φίλους της, αυτούς με τους οποίους μοιράζεται κοινές προσδοκίες, έχει τους αντιπάλους της, έχει τους εχθρούς της. Μέσα σ’αυτό το πολύπλοκο πλαίσιο της κοινωνίας και του κράτους είναι που μπορεί να γεννηθεί η ιστορία ενός κόμματος, κάτι που επιτρέπει να ειπωθεί ότι το να γραφεί η ιστορία ενός κόμματος σημαίνει ότι πρέπει να γραφεί η γενική ιστορία μιας χώρας….» (Gramsci, όπ.π. 456).

 

Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ο Duverger και o Sartori θα ονομάσουν τη γκραμσιανή αλληλεπίδραση «κομματικό σύστημα». Θα την κανονικοποιήσουν μάλιστα εξαρτώντας την άλλοτε από το εκλογικό σύστημα άλλοτε από τις ιδεολογικές συγγένειες – αποστάσεις που υπάρχουν μεταξύ των διαφορετικών κομμάτων. Ειδικότερα όμως ο Duverger θα επιμείνει πάντοτε στη μελέτη κάθε φορά της κοινωνικής πραγματικότητας, δηλαδή στην κοινωνικο-οικονομική δομή μιας χώρας και στις ιδεολογίες που τη διασχίζουν, ως του βασικού παράγοντα που επηρεάζει τη δομή και τη λειτουργία ενός κομματικού συστήματος. 

Το «κομματικό σύστημα» ως έννοια έρχεται να ολοκληρώσει τη θεωρητική διαδρομή της έννοιας του «κόμματος». Όπως το «κόμμα» υφίσταται στην αρχική πρωτογενή του εκδοχή ως έκφραση «σχέσεων εκπροσώπησης», έτσι και το κομματικό σύστημα δεν υφίσταται παρά ως έκφραση «επάλληλων σχέσεων εκπροσώπησης». Και όπως το «πολιτικό κόμμα» προσθέτει σταδιακά την ιδιότητα του κρατικού φορέα δίπλα στην αντιπροσωπευτική του διάσταση, έτσι και το κομματικό σύστημα μεταβάλλεται σε μηχανισμό και τρόπο λειτουργίας του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος και της αναπαραγωγής του.   

 
Μια γενική σύνοψη
 

Οι παρατηρήσεις του Γκράμσι αποτελούν ένα εξαιρετικό υλικό της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης. Η διορατικότητα του ιταλού επαναστάτη στη μελέτη του κρατικού και κομματικού φαινομένου είναι εντυπωσιακή, αλλά ταυτόχρονα και πολύ σύγχρονη. Στον Γκράμσι οφείλουμε όλοι οι πολιτικοί επιστήμονες μια δημιουργική και κριτική επιστροφή, είτε αποσκοπούμε απλώς να ερμηνεύσουμε τον κόσμο είτε θέλουμε και να τον αλλάξουμε. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να τον γνωρίσουμε, ξαναπιάνοντας τη διαδρομή της πολιτικής ανάλυσης που μας έδειξε ο ιταλός θεωρητικός.    

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 

1.   Η αντιπαραβολή του κράτους της «Δύσης» με αυτό της «Ανατολής» είναι μια σημαντική πλευρά των αναλύσεων του Γκράμσι: η διαφορά είναι ότι στην Ανατολή το κράτος ήταν ταυτισμένο με την καταστολή, με πρωτόγονες ιδεολογικές δομές ηγεμονίας και με ανύπαρκτη «κοινωνία των πολιτών». Στη Δύση αντίθετα το Κράτος δεν είναι παρά ένα εξωτερικό χαντάκι, πίσω από το οποίο λειτουργεί ένα ισχυρό σύστημα ιδεολογικών μηχανισμών και μηχανισμών ηγεμονίας, ενώ και η κοινωνία των πολιτών ήταν περισσότερο ισχυρή και σε ισορροπημένη σχέση αναφοράς με το Κράτος. Αναλυτικά για τη συζήτηση αυτή βλ. Αντερσον 1985, 14-16.

 

2.      Για μια απαρίθμηση των διαφορετικών εννοιών του «κόμματος» βλέπε από την πλευρά της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης Hague, R. – Harrop, M (2005) και από την πλευρά του Συνταγματικού Δικαίου Δρόσος (1982).

 

3.       Για την έννοια των «σχέσεων εκπροσώπησης», βλ Βερναρδάκης 2011.

 

4.  Για το λόγο αυτό ο Νέγκρι θα θεωρήσει αργότερα το «πολιτικό κόμμα», ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης, εκ φύσεως πλέον ενταγμένο στην οργανική αυτή αντίφαση που το καθιστούσε έστω και εν μέρει «κρατικό όργανο». Ετσι, θα επιχειρήσει την ανίχνευση νέων δομών ή μορφών έκφρασης της κοινωνικής αυτονομίας, θεωρώντας ότι η «μορφή – κόμμα» είναι πλέον ξεπερασμένη. Δεν μπορεί να υπάρξει «κόμμα εκτός κράτους», αφού η φυσική του τάση είναι να εντάσσεται σε αυτό.

 

5.  Το “cartel party” είναι επιπλέον ένα σύστημα «ομοειδών κομμάτων» που ελέγχουν την εξουσία και το πολιτικό σύστημα, επιβάλλοντας ένα είδος «πολιτικού καρτέλ αντιπροσώπευσης» (Blyth – Katz 2005).

 
 
 
 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 
ΑΡΘΡΑ
 

Blyth, M. – Katz, R.S. (2005). «From Catch-all politics to Cartelisation. The political economy of the Cartel Party», West European Politics 28 (1), 33-60.

Katz, R. Mair, P. (1995),ChangingModelsofPartyOrganizationandPartyDemocracy. TheEmergenceoftheCartelParty”, PartyPolitics 1 (1), p. 5-28.
ΒΙΒΛΙΑ
 

Αντερσον, Πέρι (1985). Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι, Αθήνα:εκδ. Μαρξιστική Συσπείρωση

 

Βερναρδάκης, Χρ. (2011). Πολιτικά Κόμματα, Εκλογές και Κομματικό Σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα.

Δρόσος, Γ. (1982). Η νομική θέση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ.Σάκκουλα

Σπουρδαλάκης, Μ. (1990), Για τη θεωρία και τη μελέτη των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα, Εξάντας.

Gramsci, Α. (1975), Notes sur Machiavel, sur la politique et sur le Prince Moderne, στο Gramsci dans le texte, Paris: Editions Sociales.

Duverger, M. (1951/1976), Les Partis Politiques, nouv. éd., Paris, Armand Colin.
Lipset, S. – Rokkan, S. (eds) (1967), PartySystemsandVotersAlignments, New York, Τhe Free Press.
Michels, R. (1911/1971). Les partis politiques, Paris, Flammarion

Negri A. (1977). La forma stato. Per la critica dell’economia politica della Costituzione, Milano: Feltrinelli

Sartori, G. (1976), Party and Party Systems, Cambridge, Cambridge University Press.

 
 
 Λέξεις-κλειδιά
 
Διαιρετικές τομές
Ηγεμονία
Ιστορικό Μπλοκ
Κοινωνική συμμαχία
Κόμμα «εκτός κράτους»
Κόμμα στελεχών
Κομματικό σύστημα
Μαζικό Κόμμα
Οργανικός Διανοούμενος
Συλλογικός Διανοούμενος
Σχέσεις εκπροσώπησης
Cartel Party