Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Τέσσερις αλλαγές – Από τα οράματα του ’80 στην αγορά του ‘90
Το τέλος της δεκαετίας του ‘90 βρίσκει το ελληνικό κομματικό σύστημα και ευρύτερα την ελληνική πολιτική σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κατάσταση κρίσης. Η έκφραση του Α.Γκράμσι για «το παλιό που έχει πεθάνει και το καινούργιο που δεν έχει ακόμη γεννηθεί» εκφράζει με σαφήνεια τη σημερινή ιστορική περίοδο.   
Τέσσερεις, κατά τη γνώμη μου, είναι οι σημαντικές αλλαγές που συντελέστηκαν σταδιακά και διαφοροποιούν τη δεκαετία του ‘90 από αυτές του ‘70 ή και του ‘80:
 
α)    η κρατικοποίηση των πολιτικών κομμάτων και ευρύτερα των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Τα πολιτικά κόμματα όλο και λιγότερο εκπροσωπούν την κοινωνία και τα συμφέροντά της προς το κράτος, ενώ όλο και περισσότερο λειτουργούν ως μηχανισμοί που επιχειρούν να πείσουν την κοινωνία για τις κρατικές πολιτικές (κυρίως τις οικονομικές). Από ιστορικά προιόντα των μαζών που διεκδικούσαν πολιτικά και ατομικά δικαιώματα έχουν μετεξελιχθεί σε κρατικούς μηχανισμούς διαχείρισης συμφερόντων.
Τα σημερινά κόμματα εξαρτώνται απόλυτα από το κράτος. Οι ιδεολογικοί και οικονομικοί πόροι τους προέρχονται αποκλειστικά από αυτό. Η ίδια κατάσταση κρατικοποίησης εκτείνεται σε όλο το φάσμα των αντιπροσωπευτικών θεσμών, με πρώτα τα συνδικάτα.   
 
β)    άμεση συνέπεια της κρατικοποίησης των κομμάτων αποτελεί η  ιστορική ανατροπή του μοντέλου της μαζικής πολιτικής που αναπτύχθηκε κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Η πολιτική σήμερα ασκείται ολοένα και περισσότερο ερήμην των πολιτών. Το φαινόμενο των μαζικών μεταπολιτευτικών κομμάτων αποτελεί πλέον παρελθόν, όπως παρελθόν αποτελεί το φαινόμενο των μαζικών μεταπολιτευτικών συγκεντρώσεων, της πολιτικοποίησης της νεολαίας, της ενίσχυσης των συνδικάτων, της κομματικής ταύτισης, του ισχυρού ενδιαφέροντος για την πολιτική. Το μοντέλο της (γραφειοκρατικής) συγκαταθετικής δημοκρατίας που διαμορφώθηκε σταδιακά κατά τη δεκαετία του ‘80, παραχώρησε τη θέση του στη δημοκρατία των επαγγελματιών της πολιτικής. 
       Η πολιτική είναι πλέον υπόθεση αυτών των τελευταίων. Αποτελεί το πεδίο πλουτισμού και κοινωνικής ανόδου μιας ειδικής κοινωνικής ομάδας, «της πολιτικής τάξης», εντός της οποίας συνωστίζονται εκατοντάδες υποψήφιοι δήμαρχοι, νομάρχες, περιφερειάρχες, πολιτευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς, σύμβουλοι και συνεργάτες των παραπάνω, διοικητές οργανισμών, δημοτικοί σύμβουλοι, συνδικαλιστικά στελέχη κ.λπ. Τα κόμματα, κυρίως τα κόμματα διακυβέρνησης, αποτελούν το εφαλτήριο της «πολιτικής τάξης» για τα ίδια συμφέροντά της. Γι’αυτό και μόνο θυμηδία προκάλεσε πρόσφατα το φαινόμενο της «αθρόας εγγραφής» χιλιάδων μελών στο κυβερνητικό κόμμα λίγους μήνες πριν, αποτέλεσμα της καταφανούς προσπάθειας διαφόρων παραγόντων να ελέγξουν μηχανισμούς κεντρικής ή τοπικής εξουσίας. Η γραφειοκρατική πολιτική έφθασε στο απόγειό της.      
 
γ)    η απόσυρση των πολιτών και των κοινωνικών κινημάτων από το προσκήνιο της πολιτικής, αλλά και η απορρόφηση του αντιπροσωπευτικού στοιχείου των κομμάτων, έδωσαν νέα ώθηση στο φαινόμενο της σύγκλισης των κομμάτων διακυβέρνησης. Οι προτεραιότητες μιας συγκεκριμένης, οικονομικής, κυρίως, πολιτικής και οι κοινωνικές ιεραρχήσεις που επιβάλλει, αποτελούν ένα «αδιαμφισβήτητο» και «ανυπέρβλητο» πολιτικό ορίζοντα, εντός του οποίου πολιτεύονται τα κόμματα διακυβέρνησης. Η σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης προκαλεί με τη σειρά της, πέραν της προφανούς απο-ιδεολογικοποίησης της πολιτικής, την εμφάνιση ενός ποιοτικά νέου φαινομένου «πολιτικού κυνισμού» που προσδιορίζεται από τις λογικές και τα επιχειρήματα του «μονόδρομου» στην πολιτική και στην οικονομία.     
 
δ)    αυτό ακριβώς το φαινόμενο του «πολιτικού κυνισμού» συμπυκνώνει με σαφήνεια το ήθος και την πολιτική κουλτούρα της σημερινής εποχής. Η απόλυτη προτεραιότητα του (πολιτικού και οικονομικού) κέρδους και η επιδίωξή του με οποιοδήποτε τρόπο αποτελούν σήμερα το συνεκτικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος. Στο βωμό του έχουν θυσιαστεί οι πολιτικές ιδεολογίες και οι προσωπικές ιστορίες, ενώ ακόμα και πρωτοφανείς για τη μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία απόψεις, όπως η αμφισβήτηση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, η πρωτοκαθεδρία των αγορών και του Χρηματιστηρίου, ή ιδεολογίες όπως ο εθνικισμός, η ξενοφοβία, ο απομονωτισμός, καταλαμβάνουν τη θέση τους ως «αυτονόητες».
 
Τις προάλλες ένας βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου κάνει χρήση της βουλευτικής του ασυλίας για να αποφύγει το αυτόφωρο, όταν οδηγώντας μεθυσμένος και με υπερβολική ταχύτητα έγινε αιτία να χάσει τη ζωή της μια κοπέλλα. Παρά το γεγονός ότι ψεύδεται καταφανέστατα, το κόμμα του δεν τον διαγράφει πάραυτα από τις τάξεις του και δεν ζητά την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα, αρκούμενο σε μια, γενικά, χλιαρή καταδίκη. Ειρήσθω εν παρόδω, στη σημερινή κατάσταση κρίσης της πολιτικής η βουλευτική ασυλία από θεσμός προστασίας του βουλευτή στο κοινοβουλευτικού του έργο τείνει να μεταβληθεί σε μηχανισμό προστασίας καταφανών παρανομιών και έκφραση μιας απαράδεκτης προς τους πολίτες ανισότητας. 
Εδώ και αρκετό καιρό ευδοκιμεί το φαινόμενο γνωστοί συνδικαλιστές, εκπρόσωποι των εργαζομένων στα συνδικάτα, να ανταλλάσσουν τη συνδικαλιστική τους ιδιότητα με αυτή του βουλευτή, του υπουργού ή του manager και με αστραπιαία ταχύτητα να περνούν στο αντίθετο άκρον, υποστηρίζοντας πολιτικές που μέχρι πριν λίγο αντιμάχονταν.
Εδώ και αρκετό καιρό επίσης παρατηρείται το φαινόμενο αρκετοί δημοσιογράφοι, από φορείς ελέγχου της εξουσίας να μεταβάλλονται σε «μακρύ χέρι» της ίδιας της εξουσίας, διαστρεβλώνοντας κάθε έννοια αντικειμενικότητας και σοβαρού δημόσιου λόγου. 
 
Τρεις μικρές και συνηθισμένες για την πολιτική κατάσταση της δεκαετίας του ’90 ιστορίες. Είναι σίγουρο, ότι το 1974, το 1978, το 1981 ή το 1985 τα φαινόμενα αυτά πολύ δύσκολα θα γίνονταν ανεκτά από το περιβάλλον της εποχής.